- υπερκέρδος
- τοκέρδος του εργοδότη, που προέρχεται από την υπεραξία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερκέρδος — το, Ν 1. κέρδος που υπερβαίνει το μέσο κέρδος ή κέρδος πέραν τού αναμενόμενου 2. το κέρδος που προέρχεται από την υπεραξία και το οποίο προσπορίζεται ο εργοδότης … Dictionary of Greek